- τελείωση
- η /τελείωσις, -ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, -ώνω]1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου»)2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ τελειώσεις», Αριστοτ.)3. εκκλ. η τελειοποίηση τού ανθρώπου στην παρούσα ζωή, η οποία επιτυγχάνεται με την πίστη του στον Θεό και με τα αγαθά έργα που επιτελεί, σε συνδυασμό με τη βοήθεια τής θείας χάριτος καθώς και η μετά τη μέλλουσα κρίση οριστική και πλήρης τελειοποίηση τού ανθρώπου και τού κόσμου, οπότε οι ψυχές θα ενωθούν με τα αποπνευματοποιημένα σώματανεοελλ.τέλος, όριο, άκρο («στην τελείωση τού περβολιού», Ερωτόκρ.)νεοελλ.-μσν.το μαρτύριο ή η κοίμηση, ο θάνατος τού δικαίου, τού πιστούμσν.το βάπτισμα («τὸ μέγα τῆς ἡμῶν τελειώσεως μῡρον», Κυπαρισσ.)μσν.-αρχ.1. (για γεγονότα) εκπλήρωση («μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῑς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου», ΚΔ)2. (σχετικά με φυσική ανάπτυξη) ωρίμαση, γίνωμα, μέστωμα (α. «τῶν καρπῶν τελείωσις», Θεόφρ.β. «λαμβάνει τελείωσιν τὰ ᾠά», Αριστοτ.)3. ο γάμος («ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου καὶ ἀγάπης τελειώσεώς σου», ΠΔ)αρχ.(για συλλογισμό) συντέλεση, αρτιότητα («ἡ τελείωσις τῶν συλλογισμῶν», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.